- μεταζήτησις
- μεταζήτησις, ἡ (Α) [μεταζητώ]1. η αναζήτηση εκ τών υστέρων2. η εκ νέου ζήτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεταζήτησιν — μεταζήτησις seeking after fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)